- πλέο
- πέλωcome into existenceimperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλέ' — πλέο , πέλω come into existence imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) πλέα , πλέος neut nom/voc/acc pl πλέε , πλέος masc voc sg πλέαι , πλέος fem nom/voc pl πλέᾱͅ , πλέος fem dat sg (attic doric aeolic) πλέε , πλέω sail pres imperat act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 … Deutsch Wikipedia
πιο — και πλιο και μπλιο, Ν (ποσοτ. επίρρ.) 1. (γενικά) πλέον, περισσότερο 2. (ειδικά) (χωρίς αρθρ.) χρησιμοποιείται κυρίως για τον σχηματισμό τού συγκριτικού βαθμού τών επιθέτων και τών επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. πιο ωραίος ωραιότερος, πιο ψηλά ψηλότερα,… … Dictionary of Greek
τονικότητα — Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο. Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek